- πάλη
- Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων, πάλη εναντίον των στοιχείων της φύσης κλπ.).
Η π. ως αγώνισμα είναι πανάρχαιο άθλημα. Σκηνές πάλης υπάρχουν στις τοιχογραφίες του Μπένι Χάσαν στην Αίγυπτο, που χρονολογούνται στον 19o αι. π.Χ. Ο Όμηρος αναφέρεται συχνά στο αγώνισμα αυτό, που καθιερώθηκε ως επίσημο στη 18η Ολυμπιάδα (708 π.Χ.).
Υπάρχουν πολλές μορφές πάλης, με κλασική την ελληνορωμαϊκή, που υπακούει σε αυστηρούς κανόνες, σε αντίθεση με την ελεύθερη και την ακραία παραλλαγή της, την ελεύθερη αμερικανική π.
Άλλου τύπου αγωνίσματα π. του είδους είναι η ινδική, η ισλανδική, η βρετανική, η ελβετική, η ιαπωνική, η τουρκική. Η ιαπωνική έχει αρκετές παραλλαγές και διαδόθηκε σε πολλές ασιατικές χώρες. Η τουρκική, που από το 1895 διαδόθηκε και στην Ευρώπη, είναι ουσιαστικά προσαρμογή της ελεύθερης σε ασιατικής επίδρασης μεθόδους εξασφάλισης της νίκης.
Δυο παλαιστές σε τοιχογραφία ετρουσκικού τάφου της Ταρκουίνια (6ος αι. π.Χ.).
Μια φάση του «γιάγκλι», τουρκικής πάλης.
Στιγμιότυπο από αγώνα ελληνορωμαϊκής πάλης (φωτ. ΑΠΕ).
Αθλητές Ιαπωνικής πάλης, γνωστής και ως Σούμο, κατά τη διάρκεια αγώνα.
* * *(I)η (ΑΜ πάλη)1. η ενέργεια τού παλεύω, αγώνισμα σώμα με σώμα μεταξύ δύο ατόμων που προσπαθούν να καταρρίψουν, ανάλογα με τους κανόνες τού αγωνίσματος, ο ένας τον άλλο («νενίκηκε δὲ πὺξ καὶ πάλην καὶ δρόμον», Λουκιαν.)2. μάχη μεταξύ αντίπαλων στρατευμάτων, πολεμικών πλοίων κ.λπ., συμπλοκή3. κάθε αγώνας επικράτησης, κάθε προσπάθεια υπερνίκησης μεταξύ αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (α. «η πάλη τών στοιχείων τής φύσης» β. «οὐκ ἔστιν ἡμῑν ἡ πάλη πρὸς αἶμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς», ΚΔ)νεοελλ.1. προσπάθεια αντιμετώπισης τών αντιξοοτήτων2. φρ. α) «ελευθέρα πάλη» — είδος πάλης κατά την οποία επιτρέπονται όλες οι λαβές με τα χέρια και με τα πόδια σε οποιοδήποτε μέρος τού σώματος, αλλά απαγορεύονται τα χτυπήματα, η στραγγαλιστική λαβή και το τράβηγμα τών μαλλιών και τών αφτιώνβ) «ελληνορρωμαϊκή πάλη» — είδος πάλης κατά την οποία χρησιμοποιούνται μόνον τα χέρια και επιτρέπονται λαβές από τη μέση και πάνω, ενώ απαγορεύονται οι λαβές με τα πόδιαγ) «ιαπωνική πάλη» — το ζίου ζίτσουδ) «ελευθέρα επαγγελματική πάλη» — το κατςε) «πάλη τών τάξεων»(κατά τη μαρξιστική αντίληψη και θεωρία) ο αγώνας μεταξύ τών κοινωνικών τάξεων που έχουν αντίθετα συμφέροντα, τα οποία καθορίζονται από τη θέση τών τάξεων αυτών στο σύστημα τής κοινωνικής παραγωγής τών αγαθών, αγώνας που αποτελεί αντικειμενική νομοτέλεια τών ανταγωνιστικών τρόπων παραγωγής και κινητήρια δύναμη ανάπτυξης τών κοινωνιών που βασίζονται σε τέτοιους τρόπους παραγωγής.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παλαίω*].————————(II)πάλη ή παλή, ἡ (Α)1. πολύ λεπτοκοσκινισμένο αλεύρι2. κάθε λεπτή σκόνη, τέφρα («ἀνέπλησα τὠφθαλμώ πάλης φυσῶν τὸ πῡρ», Φερεκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. πάλη παράγεται από το ρ. πάλλω «σείω, κινώ» και έχει τη σημ. «κοσκινισμένο αλεύρι». Κατ' άλλη, παλαιότερη άποψη, η λ. εντάσσεται σε μια οικογένεια λέξεων που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *pel- «σκόνη, αλεύρι» και εμφανίζουν ποικιλία μορφών (πρβλ. λατ. pulvis «σκόνη», pollen «αλεύρι, σκόνη», αρχ.ινδ. palala- «τριμμένοι σπόροι σησαμιού»). Στην ίδια οικογένεια ανήκει πιθ. και η λ. πολτός*].
Dictionary of Greek. 2013.